Κίρρα

Κίρρα
Κίρρα a town in the coastal plain below Delphi, serving as port of Krisa q. v., cf. Wil., 468, “Krisa und Kirrha nennt er nach Belieben, denn beides bezeichnet nur die Flur der zerstörten Stadt.” It seems that in Pindar's time all athletic contests, not merely horseracing, were held in the neighbourhood of Krisa.
1

στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74

δύο δ' ἀπὸ Κίρρας (sc. νῖκαι) P. 7.16

ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15

ἑπταπύλοισι Φήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12

πέ]τραισι Κίρρα[ (supp. Snell: ἀρο]ύραισι Lobel) fr. 215b. 11.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κίρρα — Κίρρᾱ , Κίρρη fem nom/voc/acc dual Κίρρᾱ , Κίρρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρρά — κιρράς fem voc sg κιρρός orange tawny neut nom/voc/acc pl κιρρά̱ , κιρρός orange tawny fem nom/voc/acc dual κιρρά̱ , κιρρός orange tawny fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κίρρα — I Αρχαία πόλη της Φωκίδας, επίνειο των Δελφών. Συχνά συγχεόταν με τη γειτονική Κρίσα (ο Παυσανίας ταύτιζε τις δύο πόλεις, ενώ ο Στράβων τις διαχώριζε ρητά). Ο Παυσανίας καταγράφει επίσης μια παράδοση σύμφωνα με την οποία η πόλη πήρε την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • Κίρρᾳ — Κίρραι , Κίρρη fem nom/voc pl Κίρρᾱͅ , Κίρρη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρρᾷ — κιρρός orange tawny fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άνω Κίρρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 69 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης …   Dictionary of Greek

  • Κίρρας — Κίρρᾱς , Κίρρη fem acc pl Κίρρᾱς , Κίρρη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρράν — κιρρά̱ν , κιρρός orange tawny fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κίρραν — Κίρρᾱν , Κίρρη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φωκίδας, νομός — Διοικητική διαίρεση της νοτιοκεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Φωκίδας και συνορεύει στα Β με τον νομό Φθιώτιδας, στα Α με τους νομούς Φθιώτιδας και Βοιωτίας, στα Δ με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Ν βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Kirra, Phocis — Kirra (in Greek, Κίρρα ), is a village in Phocis, central Greece. It is part of the municipality of Itea. During antiquity its name was spelled Kirrha. Alternate modern spellings include Cirrha and Kirrha . It is also sometimes called Adrastea.… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”